CardioPublic

ΠΝΕΥΜΟΝΙΚΗ ΥΠΕΡΤΑΣΗ

 
ΠΝΕΥΜΟΝΙΚΗ ΥΠΕΡΤΑΣΗ

Πνευμονική Υπέρταση

Νόσος εξελικτική που απαιτεί έγκαιρη διάγνωση

Ως πνευμονική υπέρταση ορίζεται η κλινική κατάσταση, στην οποία, οι πιέσεις και οι αντιστάσεις μέσα στο δίκτυο της πνευμονικής αρτηρίας υπερβαίνουν τις φυσιολογικές τιμές και οδηγούν στην ανάπτυξη συμπτωμάτων και συναφών κλινικών σημείων.

Χρειάζεται εδώ να τονιστεί απ’αρχής και με έμφαση, ότι η πνευμονική υπέρταση δεν έχει καμία σχέση με τη γνωστή αρτηριακή υπέρταση. Είναι δύο εντελώς διαφορετικές κλινικές οντότητες.

Το συχνότερο σύμπτωμα της πνευμονικής υπέρτασης είναι η δύσπνοια προσπαθείας. Οπωσδήποτε όμως, το σύμπτωμα αυτό δεν είναι ειδικό και αποκλειστικό για την πνευμονική υπέρταση, γι’αυτό και συχνά η αναπτυσσόμενη δύσπνοια αποδίδεται σε άλλα αίτια, όπως λ.χ. το κάπνισμα, την αυξημένη ηλικία, ή άλλοτε, σε γνωστές αναπνευστικές ή καρδιακές παθήσεις.

Πέρα από τη δύσπνοια προσπαθείας, άλλα συμπτώματα της πνευμονικής υπέρτασης μπορεί να είναι το θωρακικό άλγος, προλιποθυμικά ή σπανιότερα λιποθυμικά επεισόδια, ξηρός βήχας και ενίοτε περιφερικά οιδήματα.

Δυστυχώς, επειδή η πνευμονική υπέρταση εξελίσσεται προοδευτικά, χωρίς σαφή συμπτώματα, ιδιαίτερα στην αρχική φάση, η κατάσταση είναι συνήθως σοβαρή όταν οι ασθενείς προσέρχονται στον ιατρό.

Κρίνουμε σκόπιμο, στο σημείο αυτό να απαντήσουμε σε συγκεκριμένες ερωτήσεις, που θα προσφέρουν σημαντικές πληροφορίες, ώστε οι αναγνώστες της CARDIOPUBLIC να αντιληφθούν ουσιαστικότερα τη νόσο.

Πώς ταξινομείται η πνευμονική υπέρταση;

Αν θελήσουμε να ταξινομήσουμε τη νόσο, με βάση την αιτιολογία της, θα μπορούσαμε να διακρίνουμε δύο κύριες μεγάλες κατηγορίες ως εξής:

1. Την πρωτοπαθή ή Ιδιοπαθή Πνευμονική Υπέρταση. Η αιτιολογία της δεν είναι σαφώς γνωστή.

2. Τη Δευτερογενή Πνευμονική Υπέρταση. Η εμφάνιση της αποδίδεται σε ποικίλλα γνωστά αίτια και συνυπάρχουσες χρόνιες, κυρίως, παθήσεις.

Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις έγκυρων επιστημονικών ενώσεων, η πρωτοπαθής/ιδιοπαθής πνευμονική υπέρταση ευθύνεται για το 40% των περιπτώσεων και είναι περισσότερο συχνή σε νεαρές γυναίκες ή ανάλογα εκτιμάται σε 3.5 προς 1, σε σχέση με τους άνδρες) με μέση ηλικία κατά τη διάγνωση τα 36 έτη.

Για άγνωστους λόγους, αναπτύσσεται στους ασθενείς αυτούς πάχυνση του τοιχώματος των αγγείων της πνευμονικής αρτηρίας, περιορισμός του αυλού και αύξηση των αντιστάσεων.

Στην περίπτωση της δευτεροπαθούς πνευμονικής υπέρτασης, θα μπορούσαμε να διακρίνουμε τις ακόλουθες παθήσεις που ενοχοποιούνται συχνότερα, για την ανάπτυξη της νόσου.

– Χρόνιες παθήσεις των πνευμόνων, όπως η χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια και η πνευμονική ίνωση. Οπωσδήποτε το κάπνισμα και οι συχνές πνευμονικές λοιμώξεις αυξάνουν την πιθανότητα ανάπτυξης πνευμονικής υπέρτασης.
– Οι φλεβοθρομβώσεις των άκρων και η εμβολική νόσος.
– Χρόνιες καρδιοπάθειες, όπως η στένωση, ή η ανεπάρκεια της μιτροειδούς βαλβίδας, οι παθήσεις της αορτικής και οπωσδήποτε, η αναπτυσσόμενη καρδιακή ανεπάρκεια.
– Οι παθήσεις του συνδετικού ιστού, όπως η σκληροδερμία και ο Ερυθηματώδης Λύκος
– Η διαβίωση σε πολύ μεγάλα υψόμετρα
– Παθήσεις του αίματος, όπως η Δρεπανοκυτταρική αναιμία
– Συγγενείς καρδιοπάθειες, όπως η μεσοκοιλιακή επικοινωνία και ο ανοικτός βοτάλιος πόρος

Η ταξινόμηση της πνευμονικής υπέρτασης γίνεται επίσης, ανάλογα με την περιοχή που εστιάζεται το πρόβλημα και διακρίνεται σε Προτριχοειδική και Μετατριχοειδική νόσο.

Είναι γνωστό, ότpulmonary hypertensionι τα πνευμονικά τριχοειδή είναι τα λεπτότερα και ακροτελεύτια αγγεία που καταλήγει διακλαδίζόμενη, η πνευμονική αρτηρία μέσα στους πνεύμονες.
Ακριβώς στα πνευμονικά τριχοειδή γίνεται η ανταλλαγή των αερίων, Ο2 και CO2, ώστε να οξυγονωθεί το αίμα και να συνεχιστεί η ζωή.

Η προτριχοειδική πνευμονική υπέρταση οφείλεται σε ανάπτυξη αυξημένων αντιστάσεων στη ροή του αίματος, στις πνευμονικές αρτηρίες και τα πνευμονικά αρτηριόλια, δηλαδή στο χώρο ακριβώς πριν τα πνευμονικά τριχοειδή.
Η μετατριχοειδική πνευμονική υπέρταση οφείλεται σε αυξημένες πιέσεις και αυξημένες αντιστάσεις που αναπτυσσόνται, μετά τα πνευμονικά τριχοειδή, σαν αποτέλεσμα αυξημένων πιέσεων στους αριστερούς χώρους της καρδιάς και την αύξηση των πιέσεων στις πνευμονικές φλέβες.
Είναι ενδιαφέρον να επισημάνουμε εδώ, ότι οι πνευμονικές φλέβες δε σχετίζονται με τις κλασικές φλέβες της περιφέρειας που μεταφέρουν φλεβικό αίμα. Οι πνευμονικές φλέβες μεταφέρουν οξυγονωμένο αίμα από τους πνεύμονες στον αριστερό κόλπο της καρδιάς.
Τέλος, είναι επίσης ενδιαφέρον να αναφέρουμε ότι η πνευμονική υπέρταση μπορεί να ταξινομηθεί με βάση τη χρονική της διάρκεια. Διακρίνουμε οξείες μορφές πνευμονικής υπέρτασης, όπως στην περίπτωση θρομβοεμβολών, ή του συνδρόμου της οξείας αναπνευστικής δυσχέρειας και μορφές χρόνιες που είναι και οι συχνότερες.